Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

ΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ (Κάκια Ξύδη)


Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο της Κάκιας σε εποχή που οι ελεύθερες και ήρεμες ώρες μου δεν είναι απλώς ελάχιστες, αλλά σχεδόν ανύπαρκτες. Κι όμως, με παρέσυρε τόσο αβίαστα στο απολαυστικό ταξίδι της γραφής της που τελείωσα το βιβλίο σε χρόνο ρεκόρ. Το ύφος της, ανεπιτήδευτα λυρικό και εύστοχα περιγραφικό, με γοήτευσε από την πρώτη σελίδα. Η ιδέα της πότε να μπαίνει η ίδια στον ρόλο της πρωταγωνίστριας χρησιμοποιώντας το πρώτο πρόσωπο και πότε να αφηγείται σαν αποστασιοποιημένος παρατηρητής γράφοντας σε τρίτο ενικό, θεωρώ πως ήταν πανέξυπνη όσο και πρωτότυπη. Βοηθά τον αναγνώστη να έχει μια σφαιρική άποψη για τα γεγονότα, να βρίσκει διάφορες και διαφορετικές διόδους για να εντρυφά στην ψυχή της ηρωίδας.

Όσον αφορά την ηρωίδα της, τώρα, την Βασιλική ή Βάσω ή Βίκυ ή Κική –ανάλογα με τις εποχές και τις αποφάσεις ζωής που έπαιρνε- θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε με πάμπολλα επίθετα, αλλά προσωπικά σε μένα έμεινε στο μυαλό μου μία περιγραφή που πιστεύω ότι τα λέει όλα: ψυχή διψασμένη για αγάπη.

Όχι πως δεν την αγάπησαν οι δικοί της, πόσο μάλλον η μητέρα της. Όλες οι φυσιολογικές μητέρες αγαπάμε τα παιδιά μας. Μόνο που πολλές φορές διαλέγουμε λάθος τρόπους για να εκφράζουμε αυτή την αγάπη μας. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για μια μάνα που έζησε σε κάποιο χωριό της πατρίδας μας, κάπου μισό αιώνα πριν, εξουθενωμένη από την κουραστική καθημερινότητα της επαρχίας, πιεσμένη από τα «πρέπει» και τα «μη», φορτωμένη με ταμπού και φοβίες, υποχρεωμένη να ακολουθήσει και η ίδια τον δικό της προσωπικό Γολγοθά. Όπως λέει και η ίδια η Βασιλική, μεγάλωσε σαν καλό κορίτσι, αποστειρωμένη, να σκοντάφτει όλη την ώρα ακόμη και στις πετρούλες, γιατί στην ουσία δεν έμαθε να περπατάει ποτέ, ίσως ούτε να πατάει γερά στα πόδια της. Χρειαζόταν πάντα κάποιο δεκανίκι για να ισορροπεί.
Νομίζω πως μέσα σε τούτη την παράγραφο κρύβεται όλος ο πόνος, ο καημός, το παράπονο, οι φόβοι, οι ανασφάλειες, οι απατηλές λύσεις, όλα αυτά που εξηγούν τις μετέπειτα λάθος επιλογές της Βασιλικής. Βούλιαζα όλο και πιο πολύ στη μεγάλη ανάγκη που είχα να ευτυχήσω στη ζωή μου, παραδέχεται και πράγματι αυτή η ανάγκη που είχε καταντήσει εμμονή την οδηγούσε από τη μία λάθος αγκαλιά στην άλλη. Αποτέλεσμα; Απανωτές απογοητεύσεις και προδοσίες.

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό κομμάτι που καταδεικνύει περίτρανα την ψυχική κατάσταση της ηρωίδας μας, την απελπισμένη ανάγκη της για τρυφερότητα, για όλες αυτές τις μικρές εκδηλώσεις στοργής που συνηθίζουμε να θεωρούμε δεδομένες, το θυμό της για όσα είχε στερηθεί, είναι αυτό που μας λέει: Ακόμα και οι γάτες της γειτονιάς την απέφευγαν, ποτέ δεν πήγαιναν στο δικό της μπαλκόνι, ούτε κατέστρεφαν τις καρέκλες και τα λουλούδια της. Ίσως γιατί κατά βάθος ήξεραν ότι δεν τις ήθελε. Τις μισούσε γιατί είχαν το θάρρος να ζητήσουν ότι εκείνη ποτέ δεν τολμούσε, τα χάδια. Γιατί ξεδιάντροπα απλώνονταν εμπρός της και τρίβονταν σε κάθε της πόδι για να τις χαϊδέψει.

Την αποδοχή η Βασιλική τη γνώρισε μεγάλη πια, όταν πέρασε στη Νομική της Αθήνας. Το παραδέχεται και η ίδια, λέγοντας: Η μάνα μου από την ημέρα που έφυγα από το χωριό και ήρθα στην Αθήνα έδειξε ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο. Ξαφνικά, εκεί που με κυνήγαγε και με χούγιαζε όλη την ώρα, εκεί που δε με άφηνε να κουνήσω ρούπι έξω από το σπίτι χωρίς λόγο, έγινα μεγάλη, υπεύθυνη, άτομο άξιο εμπιστοσύνης, που μπορούσα να πάω και να κάνω ό,τι ήθελα, να καθορίσω τη ζωή μου και την τύχη μου. Ωστόσο, οι αμφιβολίες ακόμα τυραννούσαν την καρδιά της. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω προς τι η τόσο μεγάλη αλλαγή της. Μήπως αφού είχα ξεφύγει από τα στενά όρια του χωριού δεν την ενδιέφερε ό,τι κι αν έκανα στην Αθήνα; Μήπως αυτό που την απασχολούσε ήταν τα λόγια του κόσμου και όχι το παιδί της; Με αποσυντόνισε. Την προτιμούσα όπως ήταν πριν, σταθερή. Μήπως τελικά η μάνα μου δε με αγαπούσε; Την ενδιέφερε πιο πολύ τι θα πει ο κόσμος και όχι το πόσο πλήγωνε την ευαίσθητη ψυχούλα μου;

Με το πέρασμα των χρόνων, η Βασιλική αφοσιώθηκε στη δουλειά της –η οποία από εργασιοθεραπεία εξελίχθηκε σε εργασιομανία- γεμίζοντας έτσι τις ώρες της και κουκουλώνοντας τις ανάγκες της ψυχής της. Χωρίς ποτέ να ξεπεράσει την άσβεστη ανάγκη της για αγάπη. Για μια αγκαλιά, λίγα λόγια τρυφερά, ένα στοργικό χτύπημα στην πλάτη, λίγα ζεστά χαμόγελα… Και κάπου εκεί, ενώ όλα δείχνουν να αλλάζουν, η ζωή της εξακολουθεί να μοιάζει σαν μια ανιαρή επανάληψη. Σχήμα οξύμωρο, βέβαια, όμως απόλυτα κατανοητό.

Βρίσκει επιτέλους τον έρωτα που πάντα ονειρευόταν. Ήρεμος, γλυκός, καθόλου απαιτητικός ή πιεστικός, γεμάτος κατανόηση για την ίδια και τις ανάγκες της. Του παραδίνεται αμέσως, με την προθυμία που αφήνουμε το διψασμένο κορμί μας στα δροσερά νερά της θάλασσας, σίγουρη πως θα την οδηγήσει σε απάνεμα λιμάνια. Τον παντρεύεται και ανυπομονεί να ολοκληρώσει την ευτυχία της με ένα παιδί. Κάνει το λάθος που κάνουμε οι περισσότεροι: εθελοτυφλεί, αγνοεί ή υποτιμά κάποια ύποπτα σημάδια. Η υπερτιμημένη ανάγκη της για ζευγάρωμα και το απροσδόκητο βόλεμα σε τούτη τη σχέση δεν την αφήνουν να δει καθαρά, να αναγνωρίσει τους κινδύνους που καραδοκούν.

Παράλληλα στη σχέση της με τη μητέρα της οι ρόλοι αλλάζουν. Τώρα αυτή είναι που έχει το πάνω χέρι και η μάνα εκείνη που χρειάζεται την αγάπη και τη στήριξή της. Μια ξαφνική αρρώστια κι ένας αργός θάνατος μετατρέπουν την άλλοτε σιδηρά κυρία σε ένα αδύναμο, ανασφαλές πλάσμα. Όπως πολύ χαρακτηριστικά μας λέει η Κάκια: Είχε κρεμαστεί πάνω στην κόρη της χωρίς να την ενδιαφέρει αν η Βασιλική μπορεί ή αν αντέχει. Όσο μεγαλώνουν οι άνθρωποι γίνονται ατομιστές, όπως το έμβρυο απομυζά όλες τις βιταμίνες που χρειάζεται για να αναπτυχθεί αδιαφορώντας για το αν εξαντλήσει τη μητέρα του, όπως τα μικρά παιδιά ξυπνούν μέσα στη νύχτα και φωνάζουν «γάλα» χωρίς να νοιάζονται αν μπορεί να του το δώσει ή όχι. Έτσι και οι μεγάλοι άνθρωποι, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι ο εαυτός τους, το μόνο που θέλουν είναι να τρώνε στην ώρα τους, να παίρνουν τα χάπια τους και να βλέπουν τα παιδιά τους. Είτε αυτό γίνεται είτε όχι.

Ωστόσο, μέσα σε όλη αυτή την παράνοια, παρόλη την κούραση και τη στενοχώρια της, η Βασιλική ανακαλύπτει επιτέλους την αγάπη της μάνας της. Προσωπικά, στα δικά μου τα μάτια μοιάζει με θαύμα και ο τρόπος που μας το περιγράφει η Κάκια είναι πραγματικά θαυμάσιος. Ακούστε. Η αγάπη της μητέρας της κρυβόταν σε πολύ απλές καθημερινές φράσεις, όπως «Τι κάνεις;» «Έφαγες;» «Να προσέχεις». Κρυβόταν στα χρωματιστά κορδελάκια με τα οποία έδενε τις πάνινες σακούλες με τις χυλοπίτες και τους τραχανάδες που έφτιαχνε με τα χεράκια της, κρυβόταν στις δίπλες και στους κουραμπιέδες που έβρισκε στο σερβάν κάθε φορά που κατέβαινε στο χωριό, κρυβόταν στο τσάι από τον Πάρνωνα και στη ρίγανη από τον Ταΰγετο που της έδινε σε μικρά βαζάκια, κάνοντάς τα όλα να φαίνονται φυσικά λες και γίνονταν μόνα τους και κανένας κόπος δε χρειαζόταν από εκείνη… Και τώρα που ερχόταν και δεν υπήρχε ούτε ένα κουλουράκι να βρέξει στον καφέ της, τώρα που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για εκείνη, ούτε καν να της ευχηθεί καλό ταξίδι, τώρα μόνο καταλάβαινε και λυπόταν. Γιατί μόλις είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι αυτή η σκληρή καρδιά που νόμιζε ότι είχε η μάνα της, ήταν τελικά από ζυμάρι…

Τι υπέροχες, απλές, ανθρώπινες περιγραφές που κάνει η Κάκια! Ακόμη και στις πιο φορτισμένες συγκινησιακά σκηνές, καταφέρνει να διατηρεί μια αξιοπρέπεια και μία μαγεία. Υπάρχουν στιγμές που νομίζω πως κρατώ στα χέρια μου ένα ενδιαφέρον ηθογράφημα κι άλλες που έχω την εντύπωση πως μελετώ μια σοβαρή ψυχογραφία.

Για να συνεχίσω, όμως, με την Βασιλική μας, την Βασιλική που αγάπησα και συμπόνεσα σαν να ήταν κομμάτι δικό μου, εκείνο τον καιρό που πάλευε με την αρρώστια της μάνας της, τον καιρό που ανακάλυψε πως μάταια αμφέβαλε για την αγάπη και το ενδιαφέρον της, τον καιρό που ακροβατούσε ανάμεσα στο καθήκον της σαν κόρη και στις ευθύνες της σαν σύζυγος, μαθαίνει ένα καλά κρυμμένο μυστικό της μητέρας της που εξηγεί μια χαρά τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά της γριάς γυναίκας. Κάτι που αν το γνώριζε νωρίτερα ίσως να είχε κάνει διαφορετικές επιλογές στη ζωή της, μάλλον θα είχε γλιτώσει από πολύ πόνο και το πιο πιθανό είναι τώρα να ένιωθε ευτυχισμένη και ικανοποιημένη με τον εαυτό της.

Αντιθέτως, τώρα, στα μέσα της ζωής της, η Βασιλική έχει την αίσθηση πως περπατά στην άκρη ενός πολύ επικίνδυνου γκρεμού. Και μέχρι να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρά της, η ελεύθερη πτώση αρχίζει…

Η μητέρα της πεθαίνει σε μια εποχή όπου όλα δείχνουν να έχουν ξεκαθαρίσει και η αγάπη μπορεί πια να τις φέρει αληθινά κοντά. Τον ίδιο καιρό αρχίζουν οι αποκαλύψεις για τον άντρα που πίστεψε πως αγάπησε και δέχτηκε να παντρευτεί, αποκαλύψεις σκληρές, οδυνηρές, που τη χτυπούν απανωτά κι αλύπητα. Κι αμέσως άλλος ένας θάνατος. Η Βασιλική γκρεμίζεται. Χάνει την επαφή της με την πραγματικότητα, με μια πραγματικότητα που υπήρξε σκληρή μαζί της.

Παραιτημένη από τη ζωή, προδομένη από τα όνειρά της, απογοητευμένη από την τύχη της, βυθίζεται στα μοιραία νερά της κατάθλιψης και αφήνεται να παρασυρθεί σε μια σκοτεινή δίνη. Οι πληγές της αιμορραγούν, κακοφορμίζουν, και κανένας γιατρός, κανένας φίλος ή συγγενής δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Ώσπου εμφανίζεται από το πουθενά μία ξένη, ένας άνθρωπος πολύ δικός της αλλά και εντελώς άγνωστος που τη βοηθά να καταλάβει μια αλήθεια που φαίνεται πως αγνοούμε όλοι μας: Η ευτυχία είναι μία εντελώς προσωπική μας υπόθεση, είναι μία κατάσταση προσωπικής πληρότητας και ευδαιμονίας που ξεκινά αποκλειστικά και μόνο από εμάς τους ίδιους, από την ικανότητά μας να αξιολογούμε σωστά τα θέλω μας και να διαχωρίζουμε με επιτυχία τους πρωταγωνιστές από τους κομπάρσους της ζωής μας. Αυτός που την αναζητά έξω από τον εαυτό του, που την ζητιανεύει σαν ελεημοσύνη από τους άλλους, δεν είναι άξιος να την κατακτήσει ποτέ. Έτσι, η Βασιλική παύει να την ψάχνει στα πρόσωπα επίδοξων εραστών, παύει να την περιμένει από τις επαγγελματικές της επιτυχίες, δεν τη θάβει πια κάτω από καλά φυλαγμένα συναισθήματα, οι αποτυχίες και οι αρνήσεις την πεισμώνουν αντί να την απογοητεύουν και η ζωή για πρώτη φορά της χαμογελά με συμπάθεια. Η ηρωίδα μας ανακαλύπτει επιτέλους το αληθινό μυστικό της ζωής.
Αυτά για το βιβλίο. Όσο για την Κάκια μας, καταλήγω με την πεποίθηση πως έχει πολλά να προσφέρει στο χώρο μας μέσα από τη σοβαρή, ψαγμένη δουλειά της, επειδή έχει το ταλέντο όχι μόνο να περιγράφει άψογα καταστάσεις και χαρακτήρες, αλλά και επειδή έχει τη διάθεση να διεισδύει με υπομονή και επιτυχία στα άβατα της ανθρώπινης ψυχής

8 σχόλια:

  1. Μαίρη μου τι όμορφη έκπληξη είναι αυτή που μου έκανες! Ευχαριστώ πολύ για την κριτική σου για το βιβλίο μου! Είναι πολύ σημαντικό για μένα να ακούω αυτά τα λόγια από σένα.
    Ευχαριστώ πολύ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μαίρη συγχαρητήρια για την εκτενή και εμπεριστατωμένη ανάλυση του βιβλίου της Κάκιας.Στην ίδια τα έχω ήδη δώσειτα συγχαρητήρια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Κορίτσια μου, σκέφτηκα να αναρτώ τη γνώμη μου για βιβλία που διαβάζω και με αγγίζουν κάπως πιο... ιδιαίτερα. Ελπίζω να έχει επισκεψιμότητα το blog ώστε να τα γνωρίζουν κι άλλοι και να ανταλλάζουμε απόψεις. Μαρία, λίγη υπομονή. Όπου να 'ναι θα διαβάσω και το δικό σου! Πολλά φιλιά και στις δυο σας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Η καλυτερη αναλυση βιβλιου που εχω διαβασει ποτε μου!!! Παρουσιασες τοσο ομορφα και τοσο δνατα το βιβλιο της Κακιας μας που εμεινα με το στομα ανοιχτο!!! Μπραβο Μαιρη μου!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Γεια σου, Χρύσα μου. Σε ευχαριστώ πολύ! Χαίρομαι που σου άρεσε. Θα σε... βοηθήσει σε κάποιο βίντεο;
    Επί τη ευκαιρία, μήπως είναι καιρός να μου φτιάξεις κι εμένα μερικά τώρα που έχω blog να τα αρτήσουμε;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Καλησπέρα..καλημέρα Μαιρούλα μου!! Καλορίζικο το ιστολόγιό σου! Θα συμφωνήσω με την Χρύσα πως η κριτική σου στο βιβλίο της Κάκιας Ξύδη , ήταν κάτι πάρα πάνω από συγκλονιστική! ....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Καλοτάξιδη η ιστοσελίδα Μαίρη! Γιατί είναι ταξίδι αυτή η εμπειρία να διαβάζουμε τις σκέψεις σου... Και η αλήθεια είναι ότι τώρα μου κέντρισες το ενδιαφέρον και πολύ θέλω να διαβάσω το βιβλίο της Ξύδη Κάκιας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Καλημέρα, κορίτσια. Λιάνα, Έλενα, σας ευχαριστώ πολύ για τις ευχές. Σκέφτηκα σε αυτή τη στήλη να αναλύω όσα από τα βιβλία που διαβάζω μου κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Ελπίζω να συμπίπτουν οι απόψεις μας. Καλές γιορτές σας εύχομαι. Με υγεία, αγάπη και πολλά-πολλά χαμόγελα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή